Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
η, Ν 1. χιονιάς 2. χιονόμπαλα 3. βολή με χιονόμπαλα 4. μτφ. το λευκό χρώμα («τρελή σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά...», καντάδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + κατάλ. -ιά (πρβλ. καλοκαιρ-ιά)].