συνομοσπονδία

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

η, Ν
1. ένωση ομοσπονδιών
2. ένωση κρατών που υπάγονται σε κεντρική εξουσία αλλά διατηρούν το καθένα και δική του κυβέρνηση
3. τριτοβάθμια ένωση διαφόρων επαγγελματικών, εργατικών ή συνδικαλιστικών σωματείων («Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος - ΓΣΕΕ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ομοσπονδία «ένωση, οργάνωση»].