τεχνολογικῶς

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

German (Pape)

[Seite 1104] kunstgemäß abhandelnd, Draco.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνολογικῶς: Ἐπίρρ., κατὰ τεχνολογίαν, Δράκων 147.

Greek Monolingual

τεχνολογικῶς ΝΜΑ
βλ. τεχνολογικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεχνολογία, μέσω ενός αμάρτυρου στην Αρχαία επιθ. τεχνολογικός].