τετράλεκτος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek (Liddell-Scott)

τετράλεκτος: -ον, ὁ τετράκις λεγόμενος, ἐπαναλαμβανόμενος, τὰ τετράλεκτα, ᾠδαί τινες τετράκις ἐπαναλαμβανόμεναι, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 291, 21.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που επαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + λεκτός (< λέγω), πρβλ. τρί-λεκτος].