τηλεγραφώ

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

-έω, Ν τηλέγραφος
1. στέλνω τηλεγράφημα, παραδίδω κείμενο για να αποσταλεί τηλεγραφικά
2. διαβιβάζω μήνυμα με τον τηλέγραφο, χειρίζομαι τον τηλέγραφο.