Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
και χασκογελάω Ν
1. γελώ με το στόμα ανοιχτό κάνοντας πολύ θόρυβο
2. γελώ χωρίς να υπάρχει σημαντικός λόγος, χαχανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + γελώ. Το ρ., στον λόγιο τ. της μτχ. θηλ. χασκογελῶσα (μορφή), μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].