χασκογελώ

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

και χασκογελάω Ν
1. γελώ με το στόμα ανοιχτό κάνοντας πολύ θόρυβο
2. γελώ χωρίς να υπάρχει σημαντικός λόγος, χαχανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + γελώ. Το ρ., στον λόγιο τ. της μτχ. θηλ. χασκογελῶσα (μορφή), μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].