τετρώβολον
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1100] eine Münze von vier Obolen, Plut. Alcib. 35 u. öfter; eigtl. neutr. von
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pièce de 4 oboles.
Étymologie: τετρώβολος.
Greek Monolingual
και τετραόβολον, τὸ, Α
βλ. τετρώβολος.