υπέρθερμος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέρθερμος, -ον, ΝΜ θερμός
υπέρμετρα θερμός
νεοελλ.
φρ. α) «υπέρθερμος ατμός»
φυσ. ατμός σε υψηλή θερμοκρασία που σχηματίζεται σε ορισμένες θερμοδυναμικές μεταβολές χωρίς προσφορά ποσοτήτων θερμότητας
β) «υπέρθερμο ύδωρ»
φυσ. νερό σε θερμοκρασία ανώτερη του σημείου βρασμού υπό ατμοσφαιρική πίεση
γ) «υπέρθερμη πηγή»
(υδρολ.) πηγή της οποίας τα νερά έχουν θερμοκρασία υψηλότερη τών 45°C.