Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
φρενόλυσσος: -ον, ὁ λυσσῶν τὰς φρένας, Καισάρ. 1096, ἔκδ. Mi.
-ον, Αφρενοβλαβής, μανιακός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -λυσσος (< λύσσα), πρβλ. κυνό-λυσσος].