τέταρος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ὁ,
A pheasant, Ptol.Euerg.2J.; cf. τατύρας.
German (Pape)
[Seite 1096] ὁ, der Fasan, Ptolem. bei Ath. XIV, 654 c. Vgl. τατύρας.
Greek (Liddell-Scott)
τέτᾰρος: ὁ, φασιανός, «Πτολεμαῖος δ’ ὁ Εὐεργέτης ἐν β΄ ὑπομνημάτων τέταρόν φησιν ὀνομάζεσθαι τὸν φασιανὸν ὄρνιν» Ἀθήν. 387Ε, πρβλ. τατύρας.