ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Full diacritics: χᾰρῐτοδώτειρα | Medium diacritics: χαριτοδώτειρα | Low diacritics: χαριτοδώτειρα | Capitals: ΧΑΡΙΤΟΔΩΤΕΙΡΑ |
Transliteration A: charitodṓteira | Transliteration B: charitodōteira | Transliteration C: charitodoteira | Beta Code: xaritodw/teira |
ἡ,
A bestower of favour, epith. of Isis, POxy.1380.10 (ii A.D.).
ἡ, Α
(ως προσωνυμία της Ίσιδος) αυτή που δίνει χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -δώτειρα θηλ. του -δώτης (< δίδωμι)].