τετράστομος

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράστομος Medium diacritics: τετράστομος Low diacritics: τετράστομος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: tetrástomos Transliteration B: tetrastomos Transliteration C: tetrastomos Beta Code: tetra/stomos

English (LSJ)

ον,

   A four-edged, πέλεκυς Gal.2.643.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Mündungen, Tzetz.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερα στόματα
2. αυτός που έχει τέσσερεις αιχμές, τέσσερεις κόψεις («τετράστομος πέλεκυς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. πεντά-στομος].