σύντριψ

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

German (Pape)

[Seite 1037] ιβος, zerreibend, zerstoßend, bei Hom. ep. 14, 9 Name eines Hauskoboldes, der die Töpfe auf dem Heerde zerschmeißt.

Greek (Liddell-Scott)

σύντριψ: -ῐβος, ὁ, ἡ, ὁ συντρίβων, κακός τις δαίμων συντρίβων τὰς χύτρας καὶ λοιπὰ σκεύη τοῦ μαγειρείου, «καλλικάντζαρος», Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 14. 9.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που επιφέρει συντριβή
2. ως κύριο όν. Σύντριψ
κακός δαίμονας που έσπαζε τις χύτρες και τα άλλα μαγειρικά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντρίβ- του συντρίβω + κατάλ. -ς].