χνιαρωτέρα

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χνιαρωτέρα Medium diacritics: χνιαρωτέρα Low diacritics: χνιαρωτέρα Capitals: ΧΝΙΑΡΩΤΕΡΑ
Transliteration A: chniarōtéra Transliteration B: chniarōtera Transliteration C: chniarotera Beta Code: xniarwte/ra

English (LSJ)

χνοω<δες>τέρα, Hsch. χνίει· ψακάζει, θρύπτει, Id.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «χνοω < δεσ>τέρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος ανήκει πιθ. στην οικογένεια του ρ. χναύω. Ωστόσο, παραμένει πιθανό ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ., ενώ το ερμήνευμα θα οδηγούσε σε μία σύνδεση με τον τ. χνοῦς «χνούδι», του οποίου, όμως, η σύνδεση με τις λ. χναύω, χνόη παραμένει αμφίβολη (βλ. και λ. χνοῦς)].