χνιαρωτέρα
Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος -> I grow old always learning many things
Solon the AthenianFull diacritics: χνιαρωτέρα | Medium diacritics: χνιαρωτέρα | Low diacritics: χνιαρωτέρα | Capitals: ΧΝΙΑΡΩΤΕΡΑ |
Transliteration A: chniarōtéra | Transliteration B: chniarōtera | Transliteration C: chniarotera | Beta Code: xniarwte/ra |
English (LSJ)
χνοω<δες>τέρα, Hsch. χνίει· ψακάζει, θρύπτει, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χνοω < δεσ>τέρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος ανήκει πιθ. στην οικογένεια του ρ. χναύω. Ωστόσο, παραμένει πιθανό ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ., ενώ το ερμήνευμα θα οδηγούσε σε μία σύνδεση με τον τ. χνοῦς «χνούδι», του οποίου, όμως, η σύνδεση με τις λ. χναύω, χνόη παραμένει αμφίβολη (βλ. και λ. χνοῦς)].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο