τριακόσιοι
English (LSJ)
Ep. and Ion. τρῐηκ-, Dor. τριακάτιοι (q. v.), αι, α,
A three hundred, Il.11.697, Hes. Th.715, Hdt.7.202, etc. II οἱ τ. at Athens, the richest members of the συμμορίαι, D.2.29, 18.171, etc. 2 a judicial body at Megara, Id.19.295: cf. τριακάσιοι.
Greek (Liddell-Scott)
τριακόσιοι: τριακόσιοι, Ἐπιγρ. Τεγέας, L. et. F. 340e.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
trois cents ; collect. au sg. ἵππος τριακόσιος XÉN corps de trois cents hommes de cavalerie.
Étymologie: τρεῖς, -κόσιοι.
English (Strong)
plural from τρεῖς and ἑκατόν; three hundred: three hundred.
English (Thayer)
τριακόσιαι, τριακόσια, three hundred: Homer down.)
Greek Monolingual
-ες, -α / τριακόσιοι, -αι, -α, ΝΜΑ, και τρακόσ(ι)οι, -ες, -α, Ν, και τριακάσιοι και ιων. τ. τριηκόσιοι και δωρ. τ. τριακάτιοι, -αι, -α, Α
(απόλ. αριθμ.)
1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις εκατοντάδες
2. (το ουδ.) ποσότητα τριών εκατοντάδων
3. το αρσ. ως ουσ. οι τριακόσιοι
οι Σπαρτιάτες που έπεσαν στις Θερμοπύλες μαζί με τον Λεωνίδα το 480 π.Χ. πολεμώντας τους Πέρσες εισβολείς
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρ(ι)ακόσ(ι)α
α) ο αριθμός 300 και η συμβολική του παράσταση
β) το έτος 300
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. α) (στην Αθήνα) οι πιο πλούσιοι από τις συμμορίες, δηλ. από τις φορολογούμενες ομάδες τών πολιτών
β) δικαστικό συνέδριο στα Μέγαρα και στη Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ: τριᾱ- (βλ. λ. τριά-κοντα) + -κόσιοι < -κάτιοι (βλ. λ. εκατό), όπου το -ο- αναλογικά προς τα -κοντα / -κοστός (πρβλ. τριά-κοντα, τρια-κοστός), ενώ το -σ- με συριστικοποίησή του -τ- πριν από το -ι- (πρβλ. φύσις: φυτό)].