υδροδυναμικός

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φαινόμενα τα οποία σχετίζονται με την κίνηση τών υγρών («υδροδυναμική πίεση»)
2. το θηλ. ως ουσ. η υδροδυναμική
φυσ. κλάδος της μηχανικής τών ρευστών, ο οποίος μελετά τους νόμους που διέπουν την κίνηση τών ασυμπίεστων υγρών, καθώς και τις αντιστάσεις που αναπτύσσονται κατά την κίνηση τών στερεών σωμάτων μέσα σε αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrodynamic (< υδρο + δυναμικός)].