χαλκένδυτος

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ον,

   A brass-clad, Sch.E.Ph.1130.

German (Pape)

[Seite 1329] mit Erz angethan, Schol. Eur. Phoen. 1137.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκένδῠτος: -ον, ὁ ἐνδεδυμένος χαλκόν, τεθωρακισμένος διὰ χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1130.

Greek Monolingual

-ον, Α
καλυμμένος με ελάσματα χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + ἐνδυτός (< ἐνδύω), πρβλ. ποδ-ένδυτος].