φλιδιόωντο
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
διέποντο, ἐτέμνοντο, and ἔφλιδεν· διέρρεεν, ἐρρήγνυεν.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλιδιόωντο
διεσπώντο, ἐτέμνοντο».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι-δ- (βλ. λ. φλίω)].