πέφυκα

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

French (Bailly abrégé)

v. φύω.

Greek Monotonic

πέφῡκα: παρακ. του φύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέφυκα indic. perf. act. van φύω.

Russian (Dvoretsky)

πέφῡκα: pf. к φύω.