εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
v. φύω.
πέφῡκα: παρακ. του φύω.
πέφυκα indic. perf. act. van φύω.
πέφῡκα: pf. к φύω.