τοξικομανία

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. η «καθ' έξιν» κατανάλωση μιας ή περισσότερων ψυχοτρόπων ουσιών, ικανών να προκαλέσουν κατάσταση σωματικής και ψυχικής εξάρτησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicomanie < τοξικόν (βλ. λ. τοξικός) + -μανία (< -μανής), πρβλ. και τοξικο-μανής].