υβριστής

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

ο / ὑβριστής, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίκτας, και τ. θηλ. ὕβριστις, -ίστιδος, Α ὑβρίζω
νεοελλ.
πρόσωπο που υβρίζει ή συνηθίζει να υβρίζει, βλάσφημος
μσν.-αρχ.
θρασύς, αναιδής ή βίαιος
αρχ.
1. ακόλαστος, ασελγής
2. (για ζώο) ατίθασος
3. (για φυσικά φαινόμενα) σφοδρός
4. σαρκαστικός, δηκτικός
5. το θηλ. (κατά το λεξ. Σούδα και το Μέγα Ετυμολογικόν) η ύβρις.