φέουδο
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
Greek Monolingual
το, Ν
1. (κατά τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη, ιδίως στη δυτική) τμήμα γης που παραχωρούσε ο κυρίαρχος ηγεμόνας στους ευγενείς ή ευπατρίδες και που αποτέλεσε τον τρόπο κατοχής της γης, ο οποίος προήλθε από διαμελισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας και υπήρξε ο χαρακτηριστικός θεσμός της φεουδαρχικής περιόδου
2. μτφ. καθετί το οποίο εκμεταλλεύεται ή διοικεί κανείς αυθαίρετα, τσιφλίκι («ο διευθυντής έχει κάνει τον οργανισμό φέουδό του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. feudo < μτγν. λατ. feodum / feudum, λ. γερμανικής προέλευσης. Η λ., στον λόγιο τ. φέουδον, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].