Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
η / ὑπαρχή, ΝΜΑ ὑπάρχω
1. αρχή
2. φρ. «εξ υπαρχής»
α) εξαρχής
β) εκ νέου, πάλι (α. «του τά είπα όλα εξ υπαρχής» β. «πάλιν ὥσπερ ἐξ ὑπαρχῆς ἐπανίωμεν», Αριστοτ.).