υπαρχή

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

η / ὑπαρχή, ΝΜΑ ὑπάρχω
1. αρχή
2. φρ. «εξ υπαρχής»
α) εξαρχής
β) εκ νέου, πάλι (α. «του τά είπα όλα εξ υπαρχής» β. «πάλιν ὥσπερ ἐξ ὑπαρχῆς ἐπανίωμεν», Αριστοτ.).