υπαρχή

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

η / ὑπαρχή, ΝΜΑ ὑπάρχω
1. αρχή
2. φρ. «εξ υπαρχής»
α) εξαρχής
β) εκ νέου, πάλι (α. «του τά είπα όλα εξ υπαρχής» β. «πάλιν ὥσπερ ἐξ ὑπαρχῆς ἐπανίωμεν», Αριστοτ.).