υπαρχή

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

η / ὑπαρχή, ΝΜΑ ὑπάρχω
1. αρχή
2. φρ. «εξ υπαρχής»
α) εξαρχής
β) εκ νέου, πάλι (α. «του τά είπα όλα εξ υπαρχής» β. «πάλιν ὥσπερ ἐξ ὑπαρχῆς ἐπανίωμεν», Αριστοτ.).