πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
-όομαι, Ν σφάκελος (Ι)](λόγιος τ.)1. προσβάλλομαι από γάγγραινα2. (για άμπελο) υφίσταμαι σήψη τών ριζών.