Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Ν
1. δίνω σε κάποιον κάτι, συνήθως εξαπατώντας τον
2. ειρων. μεταδίδω («για νέο μάς το φουρνίρεις;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fornire «προσφέρω, προμηθεύω, εφοδιάζω»].