φθειρικός
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
German (Pape)
[Seite 1270] von Läusen, Läuse betreffend (?).
Greek (Liddell-Scott)
φθειρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθεῖρας, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ φθείρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φθείρα.