χάνδαξ
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
-ακος, ο, ΝΑ, και ως κύριο όν. Χάνδακας, ο, Ν
νεοελλ.
(λογ. τ.)
1. το χαντάκι
2. ως κύριο όν. ο Χάνδακας
μεσαιωνική ονομασία του Ηρακλείου Κρήτης λόγω της τάφρου που περιέβαλλε τα τείχη της πόλης
αρχ.
οχυρωμένη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. αραβ. khandaq].