τελωνείο

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

το / τελωνεῑον, ΝΑ τελώνης
νεοελλ.
1. δημόσια υπηρεσία που επιβλέπει και επιμελείται την είσπραξη τών δασμών επί τών εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων
2. συνεκδ. ο τόπος ή το οίκημα όπου στεγάζεται η παραπάνω υπηρεσία
αρχ.
ο τόπος όπου πληρώνονταν τα τέλη, οι φόροι.