υποβρέχω
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Α
1. (για μέθυσο) πίνω λιγάκι, κουτσοπίνω («τὸ λοιπόν τῆς ἡμέρας ὑποβρέχει», Άλεξ.)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ὑποβεβρεγμένος, -η, -ον
ελαφρά μεθυσμένος.