φοιβηλάλος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιβηλάλος Medium diacritics: φοιβηλάλος Low diacritics: φοιβηλάλος Capitals: ΦΟΙΒΗΛΑΛΟΣ
Transliteration A: phoibēlálos Transliteration B: phoibēlalos Transliteration C: foivilalos Beta Code: foibhla/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A uttering the oracles of Phoebus, τρίπους, μάντις, Ps. Callisth.1.45; Φοιβηλάλος, ἡ, = Πυθία 1, ibid.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς του Φοίβου
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Φοιβηλάλος
η Πυθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος). Το -η- του τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].