χιονοσκέπαστος
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
χιονοσκεπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπαστός (< σκεπάζω), πρβλ. ροδο-σκέπαστος, συννεφο-σκέπαστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη].