συνταυτίζω
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Ν
1. ταυτίζω κάτι με κάτι άλλο
2. μέσ. συνταυτίζομαι
γίνομαι όμοιος με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταυτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βραΐλα].