Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
το, Ν1. ζυμάρι2. καθετί που μοιάζει με ζυμάρι, λ.χ. η λάσπη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamur].