χαμούρι

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

το, Ν
1. ζυμάρι
2. καθετί που μοιάζει με ζυμάρι, λ.χ. η λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamur].