φυλλοτρήτης

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. γένος κολεόπτερων φυτοφάγων εντόμων, ορισμένα είδη τών οποίων προσβάλλουν τα καλλιεργούμενα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phyllotreta < φύλλο(ν) + τρητός «γεμάτος τρύπες, διάτρητος»].