σχίσιμο
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
Greek Monolingual
και σκίσιμο, το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σχίζω, διαίρεση ενός τμήματος κατά μήκος, τομή
2. πρόκληση τραύματος ή πληγής
3. το τμήμα που έχει σχιστεί (α. «βάλε λίγο οινόπνευμα πάνω στο σχίσιμο» β. «βάλε κάτι από πάνω για να μην φαίνεται το σχίσιμο στο παντελόνι σου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκισα του σκίζω/σχίζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσ-ιμο)].