υπόδεσμος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek Monolingual
ὁ, Μ
δέσμιος, φυλακισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δεσμός.
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
ὁ, Μ
δέσμιος, φυλακισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δεσμός.