ὑπέρβλυσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a gushing over, eruption, φθειρῶν Suid. s.v. Καλλισθένης; gloss on διαφλύξιες, Gal.19.92 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1193] ἡ, das Ueberfließen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρβλυσις: -εως, ἡ, αὔξησις εἰς μέγαν βαθμόν, ὑπὸ φθειρῶν ὑπερβλύσεως καὶ ἐκβράσεως τὸν βίον καταστρέφει Σουΐδ. ἐν λέξ. Καλλισθένης. ΙΙ. ἀφθονία, Φωτίου Ἐπιστ. σ. 92. 2.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, ΜΑ ὑπερβλύζω
υπερεκχείλιση, ξεχύλισμα
μσν.
αφθονία, πληθώρα.