ὑπέρβλυσις

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a gushing over, eruption, φθειρῶν Suid. s.v. Καλλισθένης; gloss on διαφλύξιες, Gal.19.92 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1193] ἡ, das Ueberfließen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρβλυσις: -εως, ἡ, αὔξησις εἰς μέγαν βαθμόν, ὑπὸ φθειρῶν ὑπερβλύσεως καὶ ἐκβράσεως τὸν βίον καταστρέφει Σουΐδ. ἐν λέξ. Καλλισθένης. ΙΙ. ἀφθονία, Φωτίου Ἐπιστ. σ. 92. 2.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, ΜΑ ὑπερβλύζω
υπερεκχείλιση, ξεχύλισμα
μσν.
αφθονία, πληθώρα.