τρίγων
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ωνος, ὁ, prob.
A a game at ball (cf. Lat. tr[icaron]gon), Hdn.Gr.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
τρίγων: -ωνος, ὁ, ἐν Χοιροβ. Καν. σ. 74, πιθαν. παιδιὰ διὰ σφαίρας, σφαιρισμός, πρβλ. Bentl. εἰς Ὁρατ. 1 Sat. 6, 126.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
πιθ. παιχνίδι με σφαίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. trigon, -onis «είδος μικρής σφαίρας για παιχνίδι» (< τρίγωνον, λόγω του ότι το παιχνίδι παιζόταν σε τριγωνικό χώρο)].