ταχυδακτυλουργία

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η τέχνη να πραγματοποιεί κανείς, χάρη στην επιδεξιότητα τών δακτύλων, οπτικές απάτες ή απατηλά φαινόμενα, αλλ. θαυματοποιία, μαγεία, γοητεία
2. (γενικά) απατηλό τέχνασμα που εκτελείται με μεγάλη επιδεξιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + δάκτυλος + -ουργία (< -ουργός < έργον), πρβλ. ραδι-ουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στην Ελ. Μανούσου].