τρίστηλος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205

Greek Monolingual

-η, -ο, 1. (για κείμενο) αυτός που έχει τρεις στήλες που καταλαμβάνει τρεις στήλες (α. «τρίστηλο άρθρο» β. «τρίστηλος πίνακας» γ. «τρίστηλος τίτλος»)
2. φρ. «τρίστηλο πλοίο» — τριίστιο, τικάταρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στηλος (< στήλη), πρβλ. τετρά-στηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].