τρίστηλος
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
Greek Monolingual
-η, -ο, 1. (για κείμενο) αυτός που έχει τρεις στήλες που καταλαμβάνει τρεις στήλες (α. «τρίστηλο άρθρο» β. «τρίστηλος πίνακας» γ. «τρίστηλος τίτλος»)
2. φρ. «τρίστηλο πλοίο» — τριίστιο, τικάταρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στηλος (< στήλη), πρβλ. τετρά-στηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].