υπερφυσικός

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπερφυσικός, -ή, -όν, ΝΜ
αυτός που βρίσκεται πάνω από τους φυσικούς νόμους (α. «υπερφυσικά φαινόμενα» β. «υπερφυσικές δυνάμεις»)
νεοελλ.
1. εξαιρετικά μεγάλος, σημαντικός, ή δυνατός, τεράστιος
2. το αρσ. ως ουσ. οπαδός του υπερφυσικισμού.