τερατοτόκος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

German (Pape)

[Seite 1093] eine Mißgeburt zur Welt bringend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτοτόκος: ἡ, ἡ τέρας τεκούσα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 144, ἐν τέλ., Νικηφ. Καλλίστ. Ἐκκλ. Ἱστορ. τ. 2, σελ. 854C.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που γεννά τέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ταυρο-τόκος.