φασγανουργός

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

όν,

   A forging swords, Αἶσα A.Ch.647 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1257] Messer, Dolche, Schwerter verfertigend, Αἶσα Aesch. Ch. 637.

Greek (Liddell-Scott)

φασγᾰνουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ξίφη, Αἶσα Αἰσχύλ. Χο. 647.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de coutelas, armurier.
Étymologie: φάσγανον, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που κατασκευάζει φάσγανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσγανον «ξίφος» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].