φασγανουργός
From LSJ
καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains
English (LSJ)
φασγανουργόν, forging swords, Αἶσα A.Ch.647 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1257] Messer, Dolche, Schwerter verfertigend, Αἶσα Aesch. Ch. 637.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de coutelas, armurier.
Étymologie: φάσγανον, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
φασγᾰνουργός: кующий меч(и) (Αἶσα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φασγᾰνουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ξίφη, Αἶσα Αἰσχύλ. Χο. 647.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που κατασκευάζει φάσγανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσγανον «ξίφος» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].
Greek Monotonic
φασγᾰνουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που κατασκευάζει ξίφη, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φασγᾰν-ουργός, όν [*ἔργω
forging swords, Aesch.