Αἶσα
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ἡ,
A like Μοῖρα, the divinity who dispenses to every one his lot or destiny, ἅσσα οἱ Αἶ. γιγνομένῳ ἐπένησε Il.20.127, cf. Od.7.197; Αἶ. φασγανουργός A.Ch.648 (lyr.).
II as Appellat.,
1 decree, dispensation of a god, τετιμῆσθαι Διὸς αἴσῃ Il.9.608; ὑπὲρ Διὸς αἶσαν 17.321, cf. 6.487; δαίμονος αἶσα κακή Od.11.61; τεὰν κατ' αἶσαν thanks to the destiny decreed by thee, Pi.N.3.16; θεοῦ αἶσα E.Andr. 1203 (lyr.):—κατ' αἶσαν fitly, duly, Il.10.445, etc.; κατ' αἶσαν, οὐδ' ὑπὲρ αἶσαν Il.6.333, cf. B.9.32; ἐν αἴσᾳ A.Supp.545 (lyr.); opp. παρ' αἶσαν Pi.P.8.13.
2 one's lot, destiny, οὐ γάρ οἱ τῇδ' αἶσα… ὀλέσθαι, ἀλλ' ἔτι οἱ μοῖρ' ἐστί… Od.5.113: c. inf., ἔτι γάρ νύ μοι αἶσα βιῶναι 14.359, cf. 13.306, al.; κακῇ αἴσῃ… ἑλόμην by ill luck, Il.5.209; ἀσφαλεῖ σὺν αἴσᾳ B.12.66; τὸν αἶσ' ἄπλατος ἴσχει S.Aj.256 (lyr.), cf. AP7.624 (Diod.).
3 generally, share in a thing, ληΐδος, ἐλπίδος, αἶ., Od.5.40, 19.84; χθονός Pi.P.9.56; at a common meal (Argive), Hegesand.31; τῶ Διὸς τῶ ϝοίνω αἶ. Inscr.Cypr.148; λαχεῖν αἶ. IG5 (2).40 (Tegea); for the prov. ἐν καρὸς αἴσῃ v.s. κάρ. —Ep., Lyr., and Trag., but only in lyr. in S. and E.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ Esa ciudad de Tracia junto a Palena, St.Byz.
Greek (Liddell-Scott)
Αἶσα: ἡ, ὡς τὸ Μοῖρα, ἡ θεότης ἡ διανέμουσα ἑκάστῳ τὸ προωρισμένον αὐτῷ, Λατ. Parca· ἅσσα οἱ Αἶσα γιγνομένῳ ἐπένησε, Ἰλ. Υ. 127, πρβλ. Ὀδ. Η. 197. ΙΙ. ὡς προσηγορ. 1) ὁ προορισμός, τὸ ὑπὸ τοῦ θεοῦ ταχθέν, τετιμῆσθαι Διὸς αἴσῃ, Ἰλ. Ι. 608· ὑπὲρ Διὸς αἶσαν, Ρ. 321, πρβλ. Ζ. 487· δαίμονος αἶσα κακή, Ὀδ. Λ. 61· τεὰν κατ’ αἶσαν, καθ’ ἃ ὥρισας, ἀπεφάσισας, Πινδ. Ν. 3. 25· θεοῦ αἶσα, Εὐρ. Ἀνδρ. 1203 (λυρ.): - κατ’ αἶσαν, ἁρμοδίως, προσηκόντως, πρεπόντως, ὡς τό, κατὰ μοῖραν, Ἰλ. Κ. 445, κτλ., κατ’ αἶσαν οὐδ’ ὑπὲρ αἶσαν, Ἰλ. Ζ. 333· ἐν αἴσᾳ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 545· ἀντιθέτως τῷ παρ’ αἶσαν, Πινδ. Π. 8. 16. 2) τὸ πεπρωμένον τινός, ὡς τὸ μοῖρα, οὐ γάρ οἱ τῇδ’ αἶσα... ὀλέσθαι, ἀλλ’ ἔτι οἱ μοῖρ’ ἐστί..., Ὀδ. Ε. 113, 114· - μετ’ ἀπαρ. ἔτι γάρ νύ μοι αἶσα βιῶναι, Ξ. 359· πρβλ. Ν. 306, καὶ ἀλλ., κακῇ αἴσῃ... ἑλόμην, ἐκ κακῆς τύχης, μοίρας, Ἰλ. Ε. 209· τὸν αἶσ’ ἄπλατος ἴσχει, Σοφ. Αἴ. 256 (λυρ.), πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 7. 624. 3) καθόλου, μετοχὴ εἰς πρᾶγμά τι, ληΐδος, ἐλπίδος αἶσα, Ὀδ. Ε. 40., Τ. 84· χθονός, Πινδ. Π. 9. 99. - Περὶ τῆς παροιμ. ἐν καρὸς αἴσῃ, ἴδε ἐν λέξ. κάρ. - Περὶ τῆς Ὁμηρ. αἴσης ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν μοῖραν, ἴδε Γλάδστ. Ὅμηρ. 2. 286. κἑξ. Αἰσχύλῳ, δὶς δ’ ἑκατέρα παρὰ Σοφοκλ. καὶ Εὐρ., ἀλλὰ μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις.
Greek Monotonic
Αἶσα: ἡ,
I. όπως το Μοῖρα, η θεά του πεπρωμένου, Αυτή που αποδίδει στον καθένα ό,τι είναι προορισμένο γι' αυτόν, Λατ. Parca, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως προσηγ.,
1. ο προορισμός, μοίρα, πεπρωμένο, «γραφτό», αυτό που έχει ορίσει ή προορίσει ο θεός· Διὸς αἴσῃ, ὑπὲρ Διὸς αἶσαν, στο ίδ.· θεοῦ αἶσα, σε Ευρ.· κατ' αἶσαν, καταλλήλως, δεόντως, όπως πρέπει, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· κατ' αἶσαν, οὐδ' ὑπὲρ αἶσαν, στο ίδ.
2. το πεπρωμένο κάποιου, το μερίδιο της τύχης του, η μοίρα του, σε Όμηρ. κ.λπ.
3. το μερίδιο κάποιου σε κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ληΐδος αἶσα, στο ίδ. κ.λπ.
Middle Liddell
I. like Μοῖρα, the goddess of destiny, Lat. Parca, Il.
II. as appellat.
1. the decree, dispensation of a god, Διὸς αἴσηι, ὑπὲρ Διὸς αἶσαν Il.; θεοῦ αἶσα Eur.:— κατ' αἶσαν fitly, duly, Il., etc.; κατ' αἶσαν, οὐδ' ὑπὲρ αἶσαν Il.
2. one's appointed lot, destiny, Hom., etc.
3. one's share in a thing, Od.; ληΐδος αἶσα Od., etc.