τετραπνεύμονα

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. ονομασία τών πιο πρωτόγονων αραχνών οι οποίες στερούνται τραχειών, όπως είναι π.χ. η μυγαλή, και φέρουν τέσσερεις πνεύμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tetrapneumone < τετρ(α)- + πνεύμων, -ονος].