φιρμάνι

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

και φερμάνι, το, Ν
1. (στους μουσουλμάνους) διάταγμα του σουλτάνου
2. συνεκδ. η άδεια που παρέχεται με το παραπάνω διάταγμα
3. φρ. «βγάζω φιρμάνι» — εκδίδω αυθαίρετη απόφαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ferman].